σκοτόδινος

σκοτόδινος
σκοτόδινος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκοτόδινος — ὁ, Α η σκοτοδινία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + δῖνος«δίνη»] …   Dictionary of Greek

  • σκοτοδίνοις — σκοτόδινος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτοδίνου — σκοτόδινος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτοδίνων — σκοτόδινος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτοδίνῳ — σκοτόδινος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτόδινοι — σκοτόδινος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτόδινον — σκοτόδινος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρός — καρός, ὁ (Α) [καρώ] (κατά τον Ησύχ.) «κωφός, οἱ δὲ σκοτόδινος. βόσκημα. ἐγκέφαλος (ἔγκαρος). ὠνή. καιρός, ἤ φθορά» …   Dictionary of Greek

  • σκοτοδινώ — έω, Α [σκοτόδινος] σκοτοδινιώ («ἀλλὰ κατὰ κρημνῶν ὠθούμην ἂν ἐπὶ κεφαλῆς σκοτοδινήσας», ΨΛουκ.) …   Dictionary of Greek

  • ՄԹԱԶԳԱԾ — ( ) NBH 2 0260 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. σκοτόδινος եւն. Զգածեալ մթով, զգեցեալ զմութ. խաւարազգած. խաւարամած. *Արեգակն խաւարեսցի, եւ լուսին եւ աստեղք մթազգած. Տօնակ.: *Գուշակէ մթազգած լինել զօր խաչելութեան տեառն. Լծ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”